- τονάριο
- το / τονάριον, ΝΜΑτο διαπασώννεοελλ.-μσν.κατηγορία μεσαιωνικών λειτουργικών βιβλίων τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι αυτοτελή αλλά περιέχονται σε άλλα γενικότερα εκκλησιαστικά βιβλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άριον, μέσω τού λατ. tonarium (< tonus)].
Dictionary of Greek. 2013.